ηγουμενοσυμβούλιο

ηγουμενοσυμβούλιο
το
ο ηγούμενος και οι μοναχοί που αποτελούν το συμβούλιο διοικήσεως τής μονής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηγούμενος + συμβούλιο. Η λ., στον λόγιο τ. ηγουμενοσυμβούλιον, μαρτυρείται από το 1896 σε έγγραφο τής νομαρχίας Αττικής και Βοιωτίας].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ηγουμενοσυμβούλιο — το συμβούλιο που διοικεί ένα μοναστήρι· αποτελείται από τον ηγούμενο και δύο βοηθούς του που εκλέγονται από τους μοναχούς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αδελφότητα — Οργάνωση που αναπτύσσει επαγγελματική, φιλανθρωπική, κοινωνική ή θρησκευτική δράση. Α. ήταν και ενώσεις πιστών στη μεσαιωνική Ευρώπη, συνήθως υπό την προστασία ενός αγίου. Τα όρια μεταξύ συντεχνίας και α. είναι ασαφή, επειδή στην α. μετέχουν μέλη …   Dictionary of Greek

  • μοναστηριακός — ή, ο (Μ μοναστηριακός, ή, όν) [μοναστήρι] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε μοναστήρι ή σε μοναστήρια 2. μοναστηρήσιος 3. φρ. α) «μοναστηριακό συμβούλιο» εκκλ. το συλλογικό σώμα διοίκησης και διαχείρισης τής περιουσίας τής μονής, το οποίο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”